- ξαναπέρασμα
- το1. η εκ νέου διάβαση, η δίοδος από το ίδιο μέρος2. το εκ νέου πέρασμα κλωστής, σχοινιού, σύρματος κ.λπ. διά μέσου οπής ή κοιλότητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek